- ασυνταίριαστος
- -η, -οαταίριαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυνταίριαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συνταιριάσει μ άλλον, απροσάρμοστος, ασύμφωνος, αταίριαστος: Η επίπλωση του σπιτιού τους και η διακόσμησή του είναι ασυνταίριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… … Dictionary of Greek
ασυνταύτιστος — η, ο αυτός που δεν έχει συνταυτιστεί με άλλον, ασυνταίριαστος … Dictionary of Greek
κακοταίριαστος — και κακοταίριαχτος, η, ο αυτός που δεν ταιριάζει καλά με κάποιον ή με κάτι, αταίριαστος, ασυνταίριαστος («κακοταίριαστο ζευγάρι») … Dictionary of Greek